- ούρισμα
- οὔρισμα, τὸ (Α)ιων. τ. βλ. όρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὔρισμα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc sg (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρισμα — το (Α ὅρισμα, ιων. τ. οὔρισμα) [ορίζω] νεοελλ. φρ. «όρισμα μιγαδικού αριθμού» μαθημ. η γωνία η οποία σχηματίζεται μεταξύ τού άξονα τών πραγματικών αριθμών και τής ακτίνας που συνδέει την αρχή τών ορθογώνιων συντεταγμένων με ένα σημείο τού… … Dictionary of Greek
οὐρίσματα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc pl (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)